- μνησικάκων
- μνησίκακοςbearing malicemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μνησικακῶν — μνησικακέω remember past injuries pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησίκακος — η, ο (ΑΜ μνησίκακος, ον) αυτός που διατηρεί στη μνήμη του κακό το οποίο κάποτε υπέστη και επιδιώκει να πάρει εκδίκηση, εκδικητικός («ἐν ὁδοῑς δικαιοσύνης ζωῆς, ὁδοὶ δὲ μνησικάκων εἰς θάνατον», Αριστοτ.). Επιρρ. μνησίκακα με μνησίκακο τρόπο.… … Dictionary of Greek